Σαν γλιστρώ και πέφτω κάτω και λασπώνομαι
σαν γλιστρώ και πέφτω κάτω και λασπώνομαι
βάζω μπρoς τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι
βάζω μπρoς τα δυο μου χέρια και σηκώνομαι
Τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε
τα παιδιά της γειτονιάς σου με πειράζουνε
πάλι μεθυσμένος είσαι μου φωνάζουνε
πάλι μεθυσμένος είσαι μου φωνάζουνε
Τα παιδιά της γειτονιάς σου τα μπαγάσικα
τα παιδιά της γειτονιάς σου τα μπαγάσικα
θα τα πιάσω να τα δείρω να ‘ναι χάσικα
θα τα πιάσω να τα δείρω να ‘ναι χάσικα
Από παιδάκι στη ζωή
Μονάχος μου θυμάμαι
Καθώς προσμένω τη στιγμή
Εκείνη που άμα λάχει
Και με τη φωνή σαν προσευχή
Και το κορμί σαν στάχυ
Και το σακάκι που φορώ
Το ίδιο γκρίζο να ‘ναι
Πολλές φορές τριγύρναγα μ’ αυτό το γκρι σακάκι
Που χιλιάδες τρεις το πήρα απ’ το Μοναστηράκι
Το φόραγα στις ερημιές εδώ και εκεί στις φωταψίες
Στων φίλων μου τις γειτονιές
Στις ξένες συνοικίες
Όταν ερχόντουσαν γιορτές, Χριστούγεννα συνήθως
Κι έβγαινα αργά στις γειτονιές, στους δρόμους και το κρύο
Τον ήχο τις πατημασιές να ακούω είχα μόνο
Και της καρδιάς λαβωματιά να λιώνω
Στο πάθος καίγονται καημοί, στα κάρβουνα λιβάνι
Με τον καιρό υπομονή η ζωή ξέρει να κάνει
Ίσως να φτάσεις στον σκοπό και αν όχι πάλι τράβα
Αυτό το ίσως αδερφέ είναι μεγάλο πράγμα